μαλακτήρας

μαλακτήρας
[-ήρ (-ηρος)] ο -мешалка;

μαλακτήρας σκυροδέματος — бетономешалка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαλακτήρας" в других словарях:

  • μαλακτήρας — ο (Α μαλακτήρ, ῆρος) αυτός που μαλακώνει κάτι με κατεργασία νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο αναμιγνύονται ή ζυμώνονται διάφορα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάσσω + επίθημα τήρ (> τήρας), πρβλ. οδοστρω τήρ(ας)] …   Dictionary of Greek

  • μαλαχτάρι — το 1. εργαλείο τών κτιστών με το οποίο μαλάσσεται ο πηλός 2. ζυμωτική μηχανή, ο μαλακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαλακτάρι < θ. μαλακ τού μαλάσσω + κατάλ. τάρι (πρβλ. κρεμασ τάρι)] …   Dictionary of Greek

  • μαλαχτήρα — η το μαλαχτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαλακτήρας με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»